- βωκολιάσδω
- βωκολ-ιάσδω, [suff] βωκολ-ιαστής, [suff] βωκολ-ικός, [suff] βώκολ-ος, [dialect] Dor. for βουκ-. [full] βῶκος, ὁ, [dialect] Dor. for βοῦκος.II βωκός· τρυφερὸς χιτών, Hsch. (fort. βράκος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.